- παραψυχολογία
- ηκλάδος της ψυχολογίας για ψυχικά φαινόμενα που δεν εξηγούνται με τους συνηθισμένους τρόπους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραψυχολογία — Τομέας ερευνών που μελετά κυρίως τις μορφές ευαισθησίας, οι οποίες εξασφαλίζουν τρόπους λήψης της πληροφορίας που δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν με τη λειτουργία των γνωστών αισθητηρίων οργάνων, και τις αντίστοιχες μορφές επίδρασης μιας… … Dictionary of Greek
παραψυχολογικός — ή, ό [παραψυχολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραψυχολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μεταψυχικός — ή, ό 1. σχετικός με ψυχικά φαινόμενα που υπερβαίνουν την κοινή ψυχολογία και δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί επιστημονικά 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταψυχική η μελέτη τών μεταψυχικών φαινομένων αλλ. παραψυχολογία, μεταψυχολογία 3. φρ. «μεταψυχικό άτομο»… … Dictionary of Greek
πνευματισμός — Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με… … Dictionary of Greek
τηλαισθησία — η, Ν (στην παραψυχολογία) η ικανότητα «παρ αίσθησιν» αντίληψης ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος ή μιας διανοητικής κατάστασης ενός τρίτου ατόμου χωρίς διέγερση τών μέχρι σήμερα γνωστών αισθήσεων, αλλ. εξωαισθητήρια αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια… … Dictionary of Greek
τηλεκινησία — η, Ν (στην παραψυχολογία) φαινόμενο μή αποδεδειγμένης μετακίνησης αντικειμένων με την επενέργεια ανεξακρίβωτης ψυχικής δύναμης ορισμένων ατόμων, τών μεσαζόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telekinesis < τηλ(ε) * + κίνηση] … Dictionary of Greek
ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… … Dictionary of Greek
ψυχοκίνηση — η, Ν (στην παραψυχολογία) η τηλεκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychokinesis (< ψυχή + κίνηση)] … Dictionary of Greek
ψυχοκινητικός — ή, ό, Ν 1. (ιατρ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην απαρτίωση, την αλληλεπίδραση και την ωρίμαση τών συνεργιών και τών συνδυασμών τών κινητικών και ψυχικών λειτουργιών 2. (στην παραψυχολογία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην… … Dictionary of Greek